- επικρηπίς
- ἐπικρηπίς, ἡ (Α)είδος χαμηλού υποδήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρηπίς* «θεμέλιο, υπόβαθρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρηπίδα — Όρος της ωκεανογραφίας που περιγράφει την υποθαλάσσια ζώνη του βυθού των θαλασσών. Η θαλάσσια κ. φτάνει σε βάθος 200 μ. Η μορφή της επιφάνειας της ηπειρωτικής κ. οφείλεται κυρίως σε ενέργειες σημειούμενες σε περιόδους κατά τις οποίες η στάθμη της … Dictionary of Greek